- πατάτα
- (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας μιας φοβερής σιτοδείας, χρησιμοποιήθηκε στην Ιρλανδία διατροφή· κατόπιν οι Γάλλοι και οι Γερμανοί διεύρυναν την καλλιέργεια και τη χρήση του. Από τότε, η π. καλλιεργείται σε όλες τις ηπείρους από τον 70ό παράλληλο έως τους Τροπικούς. Στην Ελλάδα η καλλιέργειά της εισήχθη από τον Καποδίστρια. Το 1830 καλλιεργήθηκε πειραματικά από τον γεωπόνο Παλαιολόγο στο αγροκήπιο της Τίρυνθας. Παρά τις προσπάθειες που είχαν καταβληθεί, συνάντησε την αδιαφορία και τη δυσπιστία, γι’ αυτό και διαδόθηκε με πολύ βραδύ ρυθμό. Μόνο μετά το 1880 η ελληνική παραγωγή π. άρχισε να καλύπτει τις εσωτερικές ανάγκες.
Το φυτό είναι ετήσιο, έχει βλαστούς γωνιώδεις, χονδροειδώς διασταυρούμενους, ύψους 40 εκ. έως 1 μ., άλλοτε όρθιους και άλλοτε με πλάγια κατεύθυνση· τα φύλλα είναι φτερωτά, τραχιά, με χρώμα πράσινο θαμπό, και λιγότερο ή περισσότερο χνουδωτή την κάτω επιφάνεια. Τα άνθη, διατεταγμένα κατά κορύμβους, είναι συμπέταλα, αστεροειδή, πεντάλοβα και έχουν χρώμα λευκό ή ρόδινοϊώδες· οι στήμονες είναι υπόγυνοι με επιμήκεις, κίτρινους ανθήρες. Η ωοθήκη είναι δίχωρη με πολλά ωοκύτταρα· ωριμάζοντας μετασχηματίζεται σε σφαιρική ράγα, χοντρή όσο περίπου ένα φουντούκι, κίτρινη κατά την ωρίμαση, σαρκώδη, με πολλά σπέρματα.
Η π. παράγει κονδύλους, τις γνωστές πατάτες, που είναι πλούσιες σε άμυλο και χρησιμεύουν ειδικά για τη διατροφή των ανθρώπων· καλλιεργούνται όμως και ποικιλίες για παραγωγή κτηνοτροφών, όπως επίσης και για παραγωγή αμυλόκονης.
Σήμερα είναι γνωστές εκατοντάδες ποικιλίες π., πρώιμες ή όψιμες, στρογγυλές, πεπλατυσμένες ή επιμήκεις, με σάρκα λευκή ή κίτρινη. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται κυρίως λευκόσαρκες ποικιλίες όπως οι Up-to-date, Arran Banner, Sebago κλπ., και, κατά δεύτερο λόγο, και κυρίως για εξαγωγή, οι κιτρινόσαρκες, όπως οι Fina, Ari, κλπ.
Οι κόνδυλοι της π. περιέχουν κατά μέσον όρο 72-78% νερό, 13-17% άμυλο, 1,5-2,2% πρωτεΐνες και επίσης κυτταρίνη, ανόργανα άλατα (ιδιαίτερα κάλιο), λίπη, σάκχαρα, βιταμίνες Α και C. Στη βιομηχανία, με το άμυλο της π. παρασκευάζονται υλικά για το φινίρισμα υφασμάτων και χάρτου, πούδρες και διάφορα καλλυντικά, γλυκόζη, διάφορα γλυκά, δεξτρίνη, αμυλόκολλες και αιθυλική αλκοόλη.
Ανθισμένο φυτό πατάτας (σολανόν το κονδυλόριζο).
Κόνδυλοι πατάτας. Η πατάτα κατάγεται από τη Ν. Αμερική, αλλά καλλιεργείται σε όλες τις ηπείρους.
Συγκομιδή πατάτας σε μονάδα παραγωγής έξω από την πόλη Μίνσκ της Λευκορωσίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η1. κοινή ονομασία τού πολυετούς ποώδους ετήσιου φυτού Solamum tuberosum τού γένους σολανό2. κοινή ονομασία τού εδώδιμου κονδύλου τού φυτού αυτού3. (χλευαστικά) χοντρή και δυσκίνητη γυναίκα4. μτφ. α) χοντρό λάθοςβ) (για πράγμα ή κατάσταση) ανοησία, σαχλαμάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. patata < αμερικαν. batata].
Dictionary of Greek. 2013.